ἀπό

ἀπό
ἀπό, [dialect] Aeol., Thess., Arc., Cypr. [full] ἀπύ Sapph.44, cf. 78, Alc.33, Theoc.28.16,IG12(2).6.45 (Mytil.), ἀπυδόμεναι ib.9(2).594 ([place name] Larissa), 5(2).6 ([place name] Tegea), etc.:—Prep. usually with Gen. but v. infr. B. (Cf. Skt.
A ápa, Lat. ab, Umbr. ap-ehtre 'ab extra', Goth. af, OE. af, cef, of, etc.) Orig. sense, from. [ᾰπο?ἀπόX: where ἀπο ¯ is found in [dialect] Ep. before v or liquids (as

ἀπὸ ἕθεν Il.6.62

,

ἀπὸ νευρῆς 11.664

, Hes. Sc.409) ἀπαί was sometimes written in later texts, cf. Eust. 625.11:— [pron. full] metri gr. in [dialect] Ep. compds., such as ἀπονέεσθαι.]
I OF PLACE, the earliest, and in Hom. the prevailing sense:
1 of Motion, from, away from,

ἐσσεύοντο νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων Il.2.208

; pleonastic, ἀ. Τροίηθεν ib.24.492;

ἀπ' οὐρανόθεν 8.365

(later with Advbs.,

ἀπὸ ἔμπροσθεν LXX Ec.1.10

, etc.); strengthd.,

ἐκτὸς ἀ. κλισιης Il.10.151

; also ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο, implying departure from life, ib.24.725; opp. ἐξ, of relatively superficial motion,

λαμβάνομεν οὔτε ἐκ τῆς γῆς οὐδέν, οὔτ' ἀπὸ τῶν οἰκιῶν X.Mem.2.7.2

; similarly of the cause or ground,

ἐξ ὧν προηγώνισθε καὶ ἀφ' ὧν εἰκάζω Th.4.126

:— freq. of warriors fighting from chariots, etc.,

οἱ μὲν ἀφ' ἵππων, οἱ δ' ἀ. νηῶν . . μάχοντο Il.15.386

;

ἀφ' ἵππων μάρνασθαι Od.9.49

; so

ἡ μάχη ἦν ἀφ' ἵππων Hdt.1.79

; λαμπὰς ἔσται ἀφ' ἵππων on horseback,
Pl.R.328a;

ἀφ' ἵππου θηρεύειν X.An.1.2.7

;

ἀ. νεῶν πεζομαχεῖν Th. 7.62

;

ἐν ταῖς ναυσὶν αἰρόμενος τοὺς ἱστοὺς ἀ. τούτων ἐσκοπεῖτο X.HG 6.2.29

; ὀμμάτων ἄπο . . κατέσταζον γένυν, of tears, E.Hec.240: joined with

ἐκ, ἐκ Κορίνθου ἀ. τοῦ στρατοπέδου Pl.Tht.142a

.
2 of Position, away from, far from,

μένων ἀ. ἧς ἀλόχοιο Il.2.292

(cf. ἀπ' ἀνδρὸς εἶναι to live apart from a man or husband, Plu.CG4);

κεκρυμμένος ἀπ' ἄλλων Od.23.110

;

μοῦνος ἀπ' ἄλλων h.Merc.193

; ἀπ' ὀφθαλμῶν, ἀπ' οὔατος, far from sight or hearing,
Il.23.53, 18.272, cf. 22.454;

ἀ. θαλάσσης ᾠκίσθησαν Th.1.7

, cf. 46;

αὐλίζεσθαι ἀ. τῶν ὅπλων Id.6.64

;

ἀπ' οἴκου εἶναι Id.1.99

; σπεύδειν ἀ. ῥυτῆρος far from, i.e. without using the rein, S.OC900; in Hom. freq. strengthd., τῆλε ἀ. . ., νόσφιν ἀ. . ., Il.23.880, 5.322; in measurement of distances,

ὅσον ιέ στάδια ἀ. Φυλῆς X.HG2.4.4

, etc.; but later the numeral follows

ἀ., πηγὰς ἔχων ἀ. μ σταδίων τῆς θαλάσσης D.S.4.56

;

ἀ. σταδίων κ τῆς πόλεως Plu.Phil.4

; κατεστρατοπέδευσεν ἀ. ν σταδίων fifty stades away, Id.Oth.11, cf. D.Chr.17.17.
3 of the mind, ἀ. θυμοῦ away from, i. e. alien from, my heart, Il.1.562;

ἀ. δόξης 10.324

;

οὐ . . ἀ. σκοποῦ οὐδ' ἀ. δόξης Od.11.344

;

ἀ. τοῦ ἀνθρωπείου τρόπου Th.1.76

; οὐδὲν ἀ. τρόπου not without reason, Pl.R.470b; οὐκ ἀ. σκοποῦ, καιροῦ, Id.Tht.179c, 187e;

οὐκ ἀ. γνώμης S. Tr.389

;

οὐκ ἀ. τοῦ πράγματος D.24.6

;

μάλα πολλὸν ἀπ' ἐλπίδος ἔπλετο A.R.2.863

.
4 in pregnant sense, with Verbs of rest, previous motion being implied (cf. ἐκ)

, ἀνὰ δ' ἐβόασεν . . ἀ. πέτρας σταθείς E.Tr.523

; ἀ.τῆς ἐμῆς κεφαλῆς τὴν [ἐκείνου] κεφαλὴν ἀναδήσω, i. e. taking the chaplet off my head, and placing it on his, Pl.Smp.212e: with Verbs of hanging, where ἐκ is more common,

ἁψαμένη βρόχον ἀ. μελάθρου Od.11.278

.
5 with the Article, where the sense of motion often disappears, οἱ ἀ. τῶν οἰκιῶν φεύγουσιν, i.e. οἱ ἐν ταῖς οἰκίαις φεύγουσιν ἀπ' αὐτῶν, X.Cyr.7.5.23; οἱ ἀ. τῶν πύργων . . ἐπαρήξουσι ib.6.4.18;

αἴρειν τὰ ἀ. τῆς γῆς Pl.Cra.410b

; αἱ ἵπποι αἱ ἀ. τοῦ ἅρματος v.l. in Hdt.4.8
;

ὁ Ἀθηναῖος ὁ ἀ. τοῦ στρατεύματος X.An.7.2.19

;

τὸν ἀ. γραμμᾶς κινεῖ λίθον Theoc.6.18

.
6 partitive, λαχὼν ἀ. ληΐδος αἶσαν part taken from the booty, a share of it, Od.5.40;

αἴρεσθαι ἀ. τῶν καλπίδων Ar. Lys.539

;

ἀ. ἑκατὸν καὶ εἴκοσι παίδων εἷς μοῦνος Hdt.6.27

;

ὀλίγοι ἀ. πολλῶν Th.7.87

, cf. A.Pers.1023.
7 Math., of figures described upon a base,

κῶνον ἀναγράφειν ἀ. κύκλου Archim.Sph.Cyl.1.19

, etc.; τὸ ἀ. τῆς AB τετράγωνον the square on AB, Euc.1.47
, cf. 48; εἴδεα ἀ. . . Archim.Spir.10,11.
8 ἀ. ἀνθρώπου ἕως γυναικός man and woman, LXX1 Es.9.40; ἀ. ἀρσενικοῦ ἕως θηλυκοῦib.Nu.5.3.
9 from being, instead of,

ἀθανάταν ἀ. θνατᾶς . . ἐποίησας Βερενίκαν Theoc.15.106

.
10 privative, free from, without,

ἀ. πάσης ἀκαθαρσίας PLips.16.19

(ii A. D.);

ἀ. ζημίας PTeb420.4

(iii A. D.).
II OF TIME, from, after, Hom. only in Il.8.54 ἀ. δείπνου θωρήσσοντο rising up from, i.e. after, cf. Hdt.1.133; ἀ. δείπνου εἶναι or γενέσθαι, Id.1.126, 2.78, 5.18, al.;

ἀ. τοῦ σιτίου πίνειν Hp.Salubr.5

;

ἀ. τῶν σίτων διαπονεῖσθαι X.Lac. 5.8

; in narrative, τὸ ἀ. τούτου or το̄δε, from this point onwards, Hdt.1.4,2.99;

ἀ. τούτου τοῦ χρόνου Id.1.82

, X.An.7.5.8;

τὸ ἀπ' ἐκείνου Luc.Tox.25

;

ἡμέρῃ δεκάτῃ ἀφ' ἧς . . Hdt.3.14

, etc.;

δευτέρῃ ἡμέρῃ ἀ. τῆς ἐμπρήσιος Id.8.55

, cf. X.An.1.7.18, etc.;

ἀφ' οὗ χρόνου Id.Cyr. 1.2.13

; more often ἀπ' or ἀφ' οὗ, Hdt.2.44, Th.1.18, etc.;

ἀφ' οὗπερ A.Pers.177

;

ἀφ' ἧς Plu.Pel.15

; εὐθὺς ἀ. παλαιοῦ, ἀ. τοῦ πάνυ ἀρχαίου, of olden time, Th.1.2,2.15;

ἀπ' ἀρχᾶς Pi.P.8.25

, etc.;

ἀ. γενεᾶς X. Cyr.1.2.8

; ἀφ' ἑσπέρας from the beginning of evening, i.e. at eventide, Th.7.29; ἀ. πρώτου ὕπνου ib.43;

ἀ. μέσων νυκτῶν Ar.V.218

; ἀπ' ἀγροῦ fresh from field-work, Ev.Marc.15.21, cf. 7.4;

ἀ. νουμηνίας X.An.5.6.23

; χρονίζειν ἀ. τοῦ καιροῦ tarry beyond the time, LXX2 Ki. 20.5; ἀ. τέλους ἐννέα μηνῶν at the end of . ., ib.24.8;

γενόμενος ἀ. τῆς ἀρχῆς Plu.Caes.5

: hence ἀ. ἀγωνοθετῶν an εχ-ἀγωνοθέτης, IG3.398;

ἀ. λογιστῶν POxy.1103.3

(iv A. D.); οἱ ἀ. ὑπατείας, = consulares, Hdn.7.1.9, etc.; but ἀ. τινος the freedman of . ., IG5(2).50.59(Tegea, ii A. D.), cf.ib.5(1).1391 ([place name] Andania), 1473.
III OF ORIGIN, CAUSE, etc.:
1 of that from which one is born, οὐ γὰρ ἀ. δρυός ἐσσι οὐδ' ἀ. πέτρης not sprung from oak or rock, Od.19.163;

γίγνονται δ' ἄρα ταί γ' ἔκ τε κρηνέων ἀ. τ' ἀλσέων 10.350

, cf. S.OT415, OC571, etc.: sts. ἀπό denotes remote, and ἐκ immediate, descent,

τοὺς μὲν ἀ. θεῶν, τοὺς δ' ἐξ αὐτῶν τῶν θεῶν γεγονότας Isoc.12.81

, cf. Hdt.7.150;

πέμπτη ἀπ' αὐτοῦ γέννα A.Pr.853

; τρίτος ἀ. Διός third in descent from Zeus, Pl.R. 391c; οἱ ἀ. γένους τινός his descendants, Plu. Them.32;

Περσέως ἀφ' αἵματος E.Alc.509

: of the place one springs from,

ἵπποι . . ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος Il.2.839

. cf. 849;

Ἡρακλεῖδαι οἱ ἀ. Σπάρτης Hdt.8.114

, cf. Th.1.89, etc.;

τοὺς ἀ. Φρυγίας X.Cyr.2.1.5

, etc.:hence,
b metaph. of things,

Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι Od.6.18

; θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς ib.12;

γάλα ἀ. βοός A.Pers.611

;

μῆνις ἀφ' ἡμῶν Id.Eu.314

;

ἡ ἀφ' ὑμῶν τιμωρία Th.1.69

; ὁ ἀ. τῶν πολεμίων φόβος fear inspired by the enemy, X.Cyr.3.3.53.
c of persons, οἱ ἀ. τῆς χώρας, τῆς πόλεως, country folk, townsfolk, Plb.2.6.8, 5.70.8; and so of connexion with the founder or leader of a sect,

οἱ ἀ. Πυθαγόρου Luc.Herm.14

;

οἱ ἀ. Πλάτωνος Plu.Brut.2

; οἱ ἀ. τοῦ περιπάτου, ἀ. τῆς Στοᾶς, etc., Luc.Cont. 6; generally οἱ ἀ. φιλοσοφίας καὶ λόγων philosophers and learned men, ibid.; οἱ ἀ. σκηνῆς καὶ θεάτρου stage players, Plu.Sull.2;

οἱ ἀ. τῆς βουλῆς Id.Caes.10

, etc.; ὁ ἀφ' ἑστίας παῖς, v. ἑστία; ἀπ' ἐξωμίδος with only an ἐξωμίς, S.E.P.1.153.
2 of the material from or of which a thing is made,

εἵματα ἀ. ξύλου πεποιημένα Hdt.7.65

;

ἀπ' ὄμφακος τεύχειν οἶνον A.Ag.970

, cf. S.Tr.704;

ὅσσα ἀ. γλυκερῶ μέλιτος Theoc.15.117

;

ἔνδυμα ἀ. τριχῶν καμήλου Ev.Matt.3.4

: hence στέφανος ἀ. ταλάντων ἑξήκοντα of or weighing
60 talents, Decr. ap. D. 18.92, cf. Plb.24.1.7, IG2.555.10, al.: hence of value,

θύεν αἶγα ἀ. δραχμᾶν εἴκοσι GDI3707

([place name] Cos);

κρᾶσις ἀ. τε τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὶ ἀ. τῆς λύπης Pl.Phd.59a

; so, by an extension of this use, εἰδεχθής τις ἀ. τοῦ προσώπου ugly of countenance, Thphr.Char.28.4;

θῆλυν ἀ. χροιῆς Theoc.16.49

;

σεμνὸς ἀ. τοῦ σχήματος Luc.DMort.10.8

.
3 of the instrument from or by which a thing is done, τοὺς . . πέφνεν ἀπ' ἀργυρέοιο βιοῖο by arrow shot from silver bow, Il.24.605;

τόξου ἄπο κρατεροῦ ὀλέκοντα φάλαγγας 8.279

;

ἐμῆς ἀπὸ χειρός 10.371

, 11.675; so

ἀ. χειρὸς ἐργάζεσθαι μεγάλα Luc.Hist.Conscr.29

; γυμνάζεσθαι ἀ. σκελῶν, χειρῶν, τραχήλου, X.Lac.5.9;

μάχεσθαι ἀ. ἄκοντος Str.17.3.7

;

ἡ ἀ. τοῦ ξίφους μάχη D.S.5.29

;

βάπτειν τὸν δάκτυλον ἀ. τοῦ αἵματος LXX Le.4.7

.
4 of the person from whom an act comes, i.e. by whom it is done,

οὐδὲν μέγα ἔργον ἀπ' αὐτοῦ ἐγένετο Hdt.1.14

;

ζήτησιν ἀ. σφέων γενέσθαι Id.2.54

;

ἐπράχθη οὐδὲν ἀπ' αὐτῶν ἔργον ἀξιόλογον Th.1.17

, cf. 6.61;

ἀ. τινος ὄνασθαι Pl.R.528a

, etc.; so τἀπ' ἐμοῦ, τἀπὸ σοῦ, E.Tr.74, S.OC1628;

τὰ ἀ. τῶν Ἀθηναίων Th.1.127

; in later Greek freq. of the direct agent, Plb.1.34.8
, Str.5.4.12, D.H.9.12, Ev.Luc.9.22, J.AJ20.8.10, etc.; in codd. this may sts. be due to confusion with ὑπό, but cf. PMag.Par.1.256, BGU 1185.26(Aug.), SIG820.8(Ephesus, i A. D.), etc.
5 of the source from which life, power, etc., are sustained,

ζῆν ἀπ' ὕλης ἀγρίης Hdt.1.203

; ἀ. κτήνεων καὶ ἰχθύων ib.216;

ἀ. πολέμου Id.5.6

;

ἀπ' ἐλαχίστων χρημάτων X.Mem.1.2.14

;

ἀ. τῆς ἀγορᾶς Id.An.6.1.1

;

τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀ. τῶν νήσων Id.HG4.8.9

, cf. Th.1.99
;

ἀ. τῶν κοινῶν πλουτεῖν Ar.Pl.569

, cf. D.24.124;

ἀ. μικρῶν εὔνους . . γεγένησαι Ar.Eq. 788

, cf. D.18.102;

ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι

quaestum corpore facere,

Plu. Tim.14

.
6 of the cause, means, or occasion from, by, or because of which a thing is done,

ἀ. τούτου κριοπρόσωπον τὤγαλμα τοῦ Διὸς ποιεῦσι Hdt.2.42

; ἀ. τινος ἐπαινεῖσθαι, θαυμάζεσθαι, ὠφελεῖσθαι, Th.2.25
,6.12, X.Cyr.1.1.2;

ἀ. τῶν ξυμφορῶν διαβάλλεσθαι Th.5.17

;

τὴν ἐπωνυμίαν ἔχειν ἀ. τινος Id.1.46

;

ἀ. λῃστείας τὸν βίον ἔχειν X.An. 7.7.9

;

ἀπ' αὐτῶν τῶν ἔργων κρίνειν D.2.27

; ἀ. τοῦ πάθους in consequence of . ., Th.4.30;

βλάπτειν τινὰ ἀ. τινος Id.7.29

;

κατασκευάσαντα τὸ πλοῖον ἀφ' ὧν ὑπελάμβανε σωθήσεσθαι D.18.194

; τρόπαιον ἀ. τινος εἱστήκει on occasion of his defeat, Id.19.320; τλήμων οὖσ' ἀπ' εὐτόλμου

φρενός A.Ag.1302

, cf. 1643; ἀ. δικαιοσύνης by reason of it (v. l. for ὑπό), Hdt.7.164; ἀ. τῶν αὐτῶν λημμάτων on the same scale of profits, D.3.34, etc.; for ὅσον ἀ. βοῆς ἕνεκα, v. ἕνεκα: hence in half adverbial usages, ἀ. σπουδῆς in earnest, eagerly, Il.7.359; ἀ. τοῦἴσου, ἀ. τῆς ἴσης, or ἀπ' ἴσης, equally, Th.1.99,15, D.14.6, etc.;

ἀπ' ὀρθῆς καὶ δικαίας τῆς ψυχῆς Id.18.298

;

ἀ. ἀντιπάλου παρασκευῆς Th.1.91

; ἀ. τοῦ προφανοῦς openly, ib.35; ἀ. τοῦ εὐθέος straightforwardly, Id.3.43; ἀ. τοῦ αὐτομάτου of free-will, Pl.Prt.323c; ἀ. γλώσσης by word of mouth, Hdt.1.123 (but also, from hearsay, A.Ag.813);

ἀ. στόματος Pl.Tht.142d

; ἀπ' ὄψεως at sight, Lys.16.19; ἀ. χειρὸς λογίζεσθαι on your fingers, Ar.V.656;

πεύθομαι δ' ἀπ' ὀμμάτων νόστον A.Ag. 988

; ὀμμάτων ἄπο in the public gaze, E.Med.216;

ἀ. τοῦ κυάμου ἄρχοντας καθίστασθαι X.Mem.1.2.9

;

ἡ βουλὴ ἡ ἀ. τοῦ κυάμου Th.8.66

, cf. IG1.9;

τοὺς ἀ. τοῦ κυάμου δισχιλίους ἄνδρας Arist.Ath.24.3

; τριηράρχους αἱρεῖσθαι ἀ. τῆς οὐσίας Decr. ap. D.18.106; ἀφ' ἑαυτοῦ from oneself, on one's own account, Th.8.6, etc.;

ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης Id.4.68

; ἀ. συνθήματος, ἀ. παραγγέλματος, by agreement, by word of command, Hdt.5.74, Th.8.99; ἀ. σάλπιγγος by sound of trumpet, X.Eq.Mag.3.12 (s.v.l.); ἐπίτροπος ἀ. τῶν λόγων, = Lat. procurator a rationibus, Ann.Epigr..1913.143a (Ephesus, ii A. D.).
7 of the object spoken of, τὰ ἀ. τῆς νήσου οἰκότα ἐστί the things told from or of the island . ., Hdt.4.195, cf. 54, 7.195;

νόμος κείμενος ἀ. τῶν τεχνῶν Ar.Ra.762

.
B in Arc., Cypr., ἀπύ takes dat., ἀπὺ τᾷ [ἁμέρᾳ] IG5(2).6 ([place name] Tegea);

ἀπὺ τᾷ ζᾷ Inscr.Cypr.135.8

H. ([place name] Idalion).
2 in later Greek ἀπό is found c. acc., PLond.1.124.30 (iv/v A. D.).
C in Hom. frequent with Verbs in tmesi, as Il.5.214, etc., and sts. in Prose, as Hdt.8.89.
D IN COMPOS.:
1 asunder, as ἀποκόπτω, ἀπολύω, ἀποτέμνω: and hence, away, off, as ἀποβάλλω, ἀποβαίνω; denoting, remoual of an accusation, as ἀπολογέομαι, ἀποψηφίζομαι.
2 finishing off, completing, ἀπεργάζομαι, ἀπανδρόω, ἀπανθρωπίζω, ἀπογλαυκόω.
3 ceasing from, leaving off, as ἀπαλγέω, ἀποκηδεύω, ἀπολοφύρομαι, ἀποζέω, ἀπανθίζω, ἀφυβρίζω.
4 back again, as ἀποδίδωμι, ἀπολαμβάνω, ἀπόπλους: also, in full, or what is one's own, as ἀπέχω, ἀπολαμβάνω: freq. it only strengthens the sense of the simple.
5 by way of abuse, as in ἀποκαλέω.
6 almost = ἀ- priv.; sts. with Verbs, as ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω; more freq. with Adjectives, as ἀποχρήματος, ἀπότιμος, ἀπόσιτος, ἀπόφονος.
E ἄπο, by anastrophe for ἀπό, when it follows its Noun, as

ὀμμάτων ἄπο S.El.1231

, etc.; never in Prose.
2 ἄπο for ἄπεστι, Semon.1.20, Timocr.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἁπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπό — ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπο — ἀπό ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …   Dictionary of Greek

  • Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ λεπτοῦ φασὶ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ τῶν ἁπαλῶν ὅνυχων. — См. От младых ногтей …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”